[This is a MPIWG MPDL language technology service] |
WordInfo
Morphology- Lemmata
Forms: κοράκεσσι (data provider: perseus), κοράκεσσιν (data provider: perseus), κοράκοιν (data provider: perseus), κοράκων (data provider: perseus), κόρακ' (data provider: perseus), κόρακα (data provider: perseus), κόρακασ (data provider: perseus), κόρακε (data provider: perseus), κόρακεσ (data provider: perseus), κόρακι (data provider: perseus), κόρακοσ (data provider: perseus), κόρακᾰ (data provider: perseus), κόρακᾰσ (data provider: perseus), κόρακῐ (data provider: perseus), κόραξ (data provider: perseus), κόραξι (data provider: perseus), κόραξιν (data provider: perseus), κόραξῐ (data provider: perseus), κόρᾰκεσ (data provider: perseus), κόρᾰκοσ (data provider: perseus), κόρᾶξ (data provider: perseus)
Dictionary- Bonitz: Index Aristotelicus
- κόραξ (v l κόρας θ126. 842 b10). 1. avis. a. τὸ τῶν κορά-κων γένοσ f 102. 1494 b19, 22. refertur inter τὰ κατὰ πό-λεις εἰωθότα μάλιστα ζῆν Ζυ23. 617 b13. ἔχει τὸ ῥύγχοσἰσχυρὸν καὶ σκληρόν, τοῦ στομάχου τὸ πρὸς τὴν κοιλίαν τεῖνονεὐρὺ καὶ πλατύ, χολὴν πρὸς τοῖς ἐντέροις Ζμγ1. 662 b7.Ζιβ17. 509 a1. 16. 506 b21. ἐνίοτε γίνεταί (τινα) τῶν μονο-χρόων ἐκ μελάνων τε καὶ μελαντέρων λευκὰ οἷον κόραξ καὶστρουθὸς καὶ χελιδόνες Ζιγ12. 519 a6. cf χ6. 789 a9. καὶ τῶνκοράκων τὰ πτερώματα τὸ τελευταῖον εἰς τὸ· ξανθὸν χρῶμαμεταβάλλει, τῆς τροφῆς ἐν αὐτοῖς ὑπολειπούσης χ6. 799 b1(Prantl de color 143). οὐ μεταβάλλει τὰς χρόας πι7. 891κόρηb16 (Prantl 133). κόραξ οὐ λευκός Αβ3. 55 b26. -- ἡ μὲνὀχεία ὀλιγάκις ὁρᾶται, ἡ δὲ τοῖς ῥύγχεσι πρὸς ἄλληλα κοι-νωνία πολλάκις, εἰσὶ γάρ τινες οἳ λέγουσι κατὰ τὸ στόμαμίγνυσθαι τοὺς κόρακας Ζγγ6. 756 b19, 14. τίκτει καὶ τέτταρακαὶ πέντε· οὐ μόνον δύο, ὥσπερ φασί τινες, ἀλλὰ καὶ πλείωΖυ31. 618 b13. ζ6. 563 b1. ἐπῳάζει περὶ εἴκοσιν ἡμέρας καὶἐκβάλλει τοὺς νεοττούς, ὅταν οἷοί τ̓ ὦσιν ἤδη πέτεσθαι, ὕστε-ρον δὲ καὶ ἐκ τοῦ τόπου ἐκδιώκει Ζιζ6. 563 b2. ι31. 618 b11.θ126. 842 b13. ἀεὶ φανερός, οὐ μεταβάλλει τοὺς τόπους οὐδὲφωλεύει, ἐκτοπίζουσιν Ζυ23. 617 b12, 14. θ126. 842 b12.ἐρημία κοράκων· ἐν τοῖς μικροῖσ (λυπροῖσ ci Aub) χωρίοις καὶὅπου μὴ ἱκανὴ τροφὴ πλείοσι, δύο μόνοι γίνονται, ἐν Κράν-νωνι δύο μόνοι Ζυ31. 618 b15, 9. θ126. 842 b10. ἐλάττουσἐν Αἰγύπτῳ Ζιθ28. 606 a24. ἔχουσιν αἴσθησίν τινα τῆς παῤἀλλήλων δηλώσεως Ζυ91. 618 b16. κόραξ καὶ ἀλώπηξ ἀλ-λήλοις φίλοι, πολεμεῖ τῷ αἰσάλωνι, τῷ ἰκτίνῳ, ταύρῳ καὶ ὄνῳδιὰ τὸ τύπτειν ἐπιπετόμενος αὐτοὺς καὶ τὰ ὄμματα κολάπτειναὐτῶν Ζυ1. 609 b32, 33, a20, b5. -- δύο κόρακες περὶ τὸτοῦ Διὸς ἱερόν θ137. 844 b6. quomodo tempestatem nuntientf 241. 1522 b3, 5. mores f 271. 1527 a26. τὸ τῶν κορά-κων γένος τὴν οἰνοῦτταν καλουμένην φαγὸν βοτάνην μεθύ-σκεται f 102. 1494 b19, 22. de proverbio εἰς κόρακασ f 454.1552 b1-27. -- οἱ δὲ τὴν ῥῖνα ἐπίγρυπον ἔχοντες ἀπὸ τοῦμετώπου εὐθὺς ἀγομένην ἀναιδεῖς· ἀναφέρεται ἐπὶ τοὺς κό-ρακας· οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς στιλπνοὺς ἔχοντες λαγνοί· ἀναφέ-ρεται ἐπὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας καὶ κόρακασ (καὶ κόρακασ om Ano-nym Rose Ar Ps 706) φ6. 811 a35, 812 b12 (Corvus co-rax, hodie κόραξ, κάρακας, κόρκοραξ Lnd 71, E 45. cf CII 246. S II 140. G 33. Su 123, 75. KaΖι 85, 33. AΖι I98, 58. M 133. 301.) -- b. ὁ καλούμενος κόραξ ἐστὶ τὸ μὲνμέγεθος οἷον πελαργός, πλὴν τὰ σκέλη ἔχει ἐλάττω, στε-γανόπους δὲ καὶ νευστικός, τὸ δὲ χρῶμα μέλας· καθίζει δὲἐπὶ τῶν δένδρων καὶ νεοττεύει ἐνταῦθα μόνος τῶν τοιούτων,refertur inter τὰ βαρύτερα τῶν στεγανοπόδων, περὶ ποτα-μοὺς καὶ λίμνας ἐστί Ζιθ3. 593 b18, 15, 16. (Phalacrocoraxcarbo G 34. Su 156, 147. KaΖι 85. 33. AΖι I 98, 59). --2. κόρακα ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν f 329. 1533 a7, 26.
- Liddell-Scott-Jones: A Greek-English lexicon
- κόραξ, ᾰκοσ, ὁ,
raven, Corvus corax
(not in Hom.); πάντα τάδ' ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ 'food for crows
', Thgn.833; κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον Pi.O.2.87; ἐπὶ σώματος δίκαν κόρακος ..σταθεῖσα A.Ag.1473(lyr.); κόρακες ὥστε βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν Id.Supp.751 (lyr.); κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. Tim.8; in imprecations, ἐς κόρακασ 'go and be hanged', Ar.V.852, 982; βάλλ' ἐς κ. Id.Nu.133; ἀπόφερ' ἐς κ. Id.Pax1221; οὐκ ἐς κ. ἐρρήσετε; ib.500; ἔρρ' ἐς κ. Pherecr.70; πλείτω ἐς κ. Ar.Eq.1314; οὐκ ἐς κ. ἀποφθερεῖ; Id.Nu. 789; ἐς κ. οἰχήσεται Id.V.51; ἐξελῶ σ' ἐς κ. ἐκ τῆς οἰκίασ Id.Nu.123; ἐς κ. ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆσ Alex.94.5: as a prophet of bad weather, Arist.Fr.253, Thphr Sign.16, Plu.2.129a, etc.; of fair weather, Arat.1003, Gp.1.2.6, etc.; λευκὸς κ., prov. of something unheard of, AP11.417, Luc.Epigr.43; but white ravens are mentioned by Arist. HA519a6. 2. cormorant, Phalacrocorax carbo
, ib.593b18. 3. the constellation Corvus, Arat.449, Ptol.Tetr.27, etc. 4. title of a grade in the mysteries of Mithras, Porph.Abst.4.16. II. anything hooked
or pointed like a raven's beak
, cf. κορώνη 11, 1. engine for grappling ships
, Plb 1.22.3, App.BC5.106. b. siege-engine
, Ph.Bel.100.18, D.S.17.44. 2. hooked door-handle
, Posidipp.7, AP11.203, Alex.Aphr.in SE25.17; hook
on a machine, Hero Aut. 15.3, Orib.49.4.16, Ath.Mech.36.10, Bito 50.9: generally, hook,
Sammelb.1.24 (iii A. D.). 3. instrument of torture
, Luc.Nec.11 (s.v.l.). 4. = κατακλείσ, Hero Bel.79.11. 5. point
of a surgical knife, σμιλαρίου Heliod. ap. Orib.44.10.5; κατιάδοσ Id. ap. Sch.Orib. 44.14.4. 6. cock's bill
, Hsch. III. tub-fish
(cf. κορακῖνοσ), Diph.Siph. ap. Ath.8.356a. IV. a plaster, Philum. ap. Aët.5.127, Orib.Fr.84. (Cf. κορώνη, Lat. corvus, cornix
, etc.)
- William J. Slater: Lexicon to Pindar
[* external links may not function]
Elapsed time: 1 ms, see the service description of this page, if you find a bug let us know