[This is a MPIWG MPDL language technology service] |
WordInfo
Morphology- Lemmata
Forms: βὶου (data provider: donatus-sup), βίοͅσ (data provider: perseus), βίοι (data provider: perseus), βίοιο (data provider: perseus), βίοισ (data provider: perseus), βίον (data provider: perseus), βίοσ (data provider: perseus), βίου (data provider: perseus), βίουσ (data provider: perseus), βίω (data provider: perseus), βίωι (data provider: perseus), βίων (data provider: perseus), βίωσ (data provider: perseus), βίῳ (data provider: perseus), βῐ́οσ (data provider: perseus)
Dictionary- Autenrieth: A Homeric lexicon
- Bonitz: Index Aristotelicus
- βίος. πᾶς βίος καὶ χρόνος μετρεῖται περιόδῳ Γβ10. 336 b13.βίος μακρότατος, μυριετής, ἕκμηνος Ζιζ22. 576 a29. ε33.558 a17. Ζγβ6. 745 a34. οἱ χρόνοι τῶν κυήσεων καὶ τῶν γε-νέσεων καὶ τῶν βίων Ζγδ10. 777 b17, a33. διὰ βίου Ζιε14.545 b17, 32. Πβ10. 1272 a37. γ14. 1285 a15. -- ἐκβάλλειὁ ἀετὸς πρὸ ὥρας τὰ τέκνα ἔτι βίου (victus) δεόμενα Ζυ34.619 b27. -- ζῆν φυτοῦ βίον Ζγβ3. 736 b13. γ2. 753 b28.ε1. 779 a2. βίος τις καὶ πνεύματός ἐστι καὶ γένεσις καὶ φθίσισΖγδ10. 778 a2. διαφοραὶ τῶν ζῴων κατά τε τοὺς βίους καὶτὰς πράξεις καὶ τὰ ἤθη Ζια1. 487 a11, 14, b33. θ1. 588 a17.cf ι43. 629 b4. Ζμδ12. 693 a11. Ζγγ1. 750 a5. τῶν ζῴωντὰ μὲν τὸν βίον καὶ τὴν τροφὴν ποιεῖται ἐν τῷ ὑγρῷ Ζια1.487 a16. ζῴων βίος ἐκτοπιστικός, νομαδικός Ζμδ12. 694 a6.6. 682 b7. πονητικὸς ὁ τῶν γυναικῶν βίος Ζγδ6. 775 a33.ὁ βίος πρᾶξίς ἐστιν, οὐ ποίησις· διήρηται εἰς ἀσχολίαν καὶ εἰσσχολήν Πα4. 1254 a7. η14. 1333 a31. τὰ ἔργα καὶ ὁ βίος Ηκ9.1179 a19, 21. ὁ καθ̓ ἡμέραν βίος Πβ6. 1265 b41. τὰ χαλεπὰκατὰ τὸν βίον Πγ6. 1278 b27. βίος νομαδικὸς, γεωργικός, λη-στρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός, στρατιωτικός Πα8. 1256 b1.β9. 1270 a5. βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός. χρηματιστής, πρα-κτικὸς καὶ πολιτικόσ (opp ξενικός, θεωρητικός, φιλόσοφοσ) Ηα3.ηεα4. 1215 a36. Πα5. 1254 b30. η2. 1324 a15, 27, 30. τίσκἱρετώτατος βίος, βίος ἄριστος καὶ ζωὴ ἀρίστη Πη1. ηεα3.βλαισοῦσθαι1215 a4. βίος εὐδαίμων, σπουδαῖος, μετ̓ ἀρετῆς Πδ11.1295 a36. η3. 1325 a16. τη1. 152 a7. ὁ κατ̓ ἀρετήν, ὁκατ̓ ἀπόλαυσιν βίος τα6. 102 b18. ἀγεννὴς β. καὶ πρὸς ἀρε-τὴν ὑπεναντίος, ζῆν βίον βάναυσον, ἀγοραῖον· δ τοῦ ἐλευθέρου, τοῦδεσποτικοῦ βίος Πη9. 1328 b40, 39. 3. 1325 a24. τῆς ἀνε-λευθερίας βίος θητικός αρ7. 1251 b12. βίος τοῖς πλείστοισκοινωνῆσαι δυνατός Πδ11. 1295 a29. βίος ἴδιος, β. κοινὸστῆς πόλεως, ἡ πόλις ἡγεμονικὸν ζήσεται βίον sim Πβ6. 1265a25. η6. 1327 b5. 3. 1325 b30. δ11. 1295 a25. -- πῶστὸν βίον δεῖ παρασκευάζειν πρὸς τὸ πιστὸν γενέσθαι ῥήτοραρ39. -- διήρηνται, πολὺ διαφέρουσιν οἱ τῶν ἀνθρώπων βίοιηεα4. 1215 a25. Πα8. 1256 a10, 30. η8. 1328 b1. τρεῖσβίοι οἱ προὔχοντες Ηα3. 1095 b17. ἴδιοι βίοι Πε8. 1308 b20.
- Liddell-Scott-Jones: A Greek-English lexicon
- βίοσ[ῐ], ὁ,
life
, i. e. not animal life (ζωή), but mode of life
(cf. εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11), manner of living
(mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals, διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; also ζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA736b13); ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491; ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254; αἰῶνα βίοιο Hes.Fr.161; τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr.537 (lyr.); ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC1364; βίον διαγαγεῖν Ar.Pax 439; τελεῖν S.Ant.1114; διατελεῖν Isoc.6.45; διέρχεσθαι βίου τέλοσ dub.in Pi.I.4(3).5; τελευτᾶν Isoc.4.84; ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg.870e; ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17; τέρμα βίου περᾶν S.OT1530; ὁδὸς βίου Isoc.1.5, cf. X.Mem.2.1.21; διὰ βίου Arist.Pol.1272a37; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίοσ 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; so Ταρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11; β. ζωῆσ Pl.Epin.982a (cf. βιοτή); ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100; ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8; λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263; σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66: rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg.733d, cf. Arist.EN1095b15, Pol.1256a20. 2. in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag.1517 (lyr.); ἀποψύχειν S.Aj.1031; φείδεσθαι βίου Id.Ph.749; νοσφίζειν τινὰ βίου ib.1427, etc. 3. lifetime
, ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109; τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc. II. livelihood, means of living
(in Hom. βίοτοσ), βίος ἐπηετανόσ Hes.Op.31, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινοσ, to make one's living
off, to live
by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ' ἑλών S.Ph.931, cf. 933, 1282; κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοισ E. Supp.450; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib.451; β. πολύσ ib.861; ὀλίγοσ Ar. Pl.751; βίον κεκτημένοσ Philem.99.4; ὁ ῐδιος β. private property
, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριοσ, = corn
, A.Fr.44. III. the world we live in
, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers
, S.E.M.11.49; simply ὁ βίοσ Id.P.1.211; ὁ β. ὁ κοινόσ ib. 237; μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public', ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4. IV. settled life
, almost, = abode
, ἐν τῇ Θρᾳκίᾳ νήσῳ βίους ἱδρύσαντο D.H.1.68, cf. 72. V. a life, biography
, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180. VI. caste
, διεῖλε τὸ πλῆθος εἰς τέτταρας β. Str.8.7.1. VII. wine made from partly dried unripe grapes
, Plin.HN14.77. VIII. Astrol., the second region
, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīvs
'alive', jvati
'live', Lat. uīvus
, etc.)
- William J. Slater: Lexicon to Pindar
[* external links may not function]
Elapsed time: 1 ms, see the service description of this page, if you find a bug let us know