[This is a MPIWG MPDL language technology service] |
WordInfo
MorphologyDictionary- Bonitz: Index Aristotelicus
- ὑπόζωμα, v διάζωμα (Ἀρ. ὠνόμαζεν ὑπόζωμα τὸ μόριοντοῦτο τοῦ ζῴου Galen VIII 328 et schol ad h l ap Darem-berg not et extraits p 114). num pluralis Ζγα11. 719ὑπόθεσισa15, 23. γ6. 756 b30. -- 1. septum transversum. ὁ τόποσὁ περὶ τὸ ὑπόζωμα, syn ὁ τόπος ἐπίκαιρος ὢν τοῦ ζῆν· ἡἀρχὴ τῆς φύσεως ἐντεῦθεν, τὸ ἄνω τοῦ ὑποζώματος τὸκύριον τοῦ ζῴου ἐστί Ζγα8. 718 b21. 11. 719 a16. β4. 738b16. 8. 747 a20. δ8. 776 b5. cf Ζμδ5. 681 a35. τὰ σπλάγ-χνα τὰ κάτω τοῦ ὑποζώματος· ὐπὸ τὸ ὑπόζωμα κεῖται ἡκοιλία Ζμγ7. 670 a8. 14. 674 a9. vena cava inferior τείνειδιὰ τοῦ ὑποζώματοσ, vena phrenica εἰς τὸ ὑπόζωμα τε-λευτᾷ Ζιγ4. 514 a30, 36. αἰ σπερματικαὶ καθάρσεις ἀπὸτοῦ ὑποζώματός εἰσιν Ζγβ8. 747 a19. cf δ8. 776 b9. τοι-αὐτα (ᾠά, τέρατα) ἐν ἀλεκτρυόνι διαιρουμένῳ ὑπὸ τὸ ὑπό-ζωμα Ζιζ2. 559 b18 Aub. οἱ ἰχθύες πόρους δύο ἔχουσιν ἀπὸτοῦ ὑποζώματος ἠρτημένους· ἀπὸ τοῦ ὑποζώματος οἷον μαστοὶλευκοί Ζιγ1. 509 b17. cf ζ11. 566 a5. 10. 565 a21 Aub etMuller glatt Hai 9. αἱ ὑστέραι τοῖς μὲν πρὸς τῷ ὑποζώ-ματι τοῖς δὲ κάτω sim Ζγα3. 717 a2. 8. 718 b1, 23, 24. 11.719 a7, 23, 30. 12. 719 b20. 13. 720 a20. 20. 728 a36. β4.739 b6. γ1. 749 a29. 6. 756 b30. δ5. 774 a8. Ζιγ1. 510b21, 14, 22, 29, 511 a2, 7, 9, 10, 21. ζ2. 559 b8. 10. 564b20, 21, 565 a18, 29, b18. ἀδύνατον ζῷα γίγνεσθαι πρὸς τοῖσὑποζώμασι Ζγα11. 719 a25. -- 2. Einschnurung zwischenMetathorax und Hinterleib KaΖμ 64, 6. Landois in SiebldZeitsch XVII 106, cf F 284, 71. Langk ad Ζμβ16. 659b16 et Schol p 23, 9. τὰ ἔντομα διὰ τοῦ ὑποζώματος αἰ-σθάνονται τῶν ὀσμῶν· τὸ ἐν τῷ ὑποζώματι ὑγρόν (v l θερ-μόν)· ἡ τροφὴ ἐν τῷ μορίῳ τῷ ὑπὸ τὸ ὑπόζωμα· εἰ διὰτοῦ ὑποζώματος αὐτοῖς γίνεται ταύτῃ δῆλον ὅτι καὶ ἡ τοῦἀέρος εἴσοδος Ζμβ16. 659 b16. αν9. 475 b4. Ζγγ11. 763a17. πν2. 482 a17. πάντα ταῦτα ψοφεῖ τῷ ὑμένι τῷ ὑπὸτὸ ὑπόζωμα· βομβοῦντα φαίνεται τὰ πτερωτὰ τῇ τρίψειτοῦ πνεύματος προσπίπτοντος πρὸς τὸ ὑπόζωμα τῶν ὁλο-πτέρων Ζιδ9. 535 b8. υ2. 456 a19. τῶν τεττίγων οἰ ᾄδοντεσδιῃρημένοι εἰσὶ τὸ ὑπόζωμα Ζιε30. 556 a18. cf αν9. 475a20. ἐν αὐτῷ τῷ ὑποζώματι συμβαίνει πρὸς τὸν ὑμέναγίνεσθαι τρίψιν αν9. 475 a9 (cf Landois 107, 134. M 437).τοὺς ἀχέτας ὑπὸ τὸ ὑπόζωμα (v l, Aub, διάζωμα Bk) διῃ-ρῆσθαι Ζιδ7. 532 b16. -- ὑπόζωμα v l (ὄστρακον Bk)Ζιζ10. 564 b28.
- Liddell-Scott-Jones: A Greek-English lexicon
- ὑπόζωμα, ατοσ, τό, (ὑποζώννυμι)
diaphragm, midriff,
Arist.HA509b17, 514a30, PA674a9, al. 2. in insects, division between thorax and abdomen,
Id.HA535b8, PA659b16, al. II. in pl., ropes
or braces used to strengthen the hull of a trireme
(cf. ὑποζώννυμι 11), Pl.R.616c (where a beam of light passing through heaven and earth is compared to τὰ ὑ. τῶν τριήρων), Lg.945c, IG22.1479.49, 1609.108, 1611.335,410, 1612.319, 1622.287,640, 1627.410, 1668.74, 1673.12,13, etc.; ὑ. ἐλάμβανε δώδεκα (sc. ἡ τεσσαρακοντήρης ναῦσ)· ἑξακοσίων δ' ἦν ἕκαστον πηχῶν Callix.1; ὁ στόμαχος καθάπερ νεὼς τοῦ σώματος ὑ. ὑπάρχει Herod.Med. in Rh.Mus.58.99; cf. ζώμευμα.
- William J. Slater: Lexicon to Pindar
[* external links may not function]
Elapsed time: 7 ms, see the service description of this page, if you find a bug let us know