[This is a MPIWG MPDL language technology service ]
WordInfo
Morphology Lemmata πέρασ (external link: πέρασ )Forms: περάτων (data provider: perseus), πέραθ' (data provider: donatus-sup), πέρασ (data provider: perseus), πέρασι (data provider: perseus), πέρασιν (data provider: perseus), πέρατ' (data provider: donatus-sup), πέρατα (data provider: perseus), πέρατι (data provider: perseus), πέρατοσ (data provider: perseus), πέρατά (data provider: donatus-sup), πέρατόσ (data provider: donatus-sup), πέρᾰσ (data provider: perseus)πέρατοσ (external link: πέρατοσ )Forms: περάτη (data provider: perseus), περάτηι (data provider: perseus), περάτησ (data provider: perseus), περάτου (data provider: perseus), περάτων (data provider: perseus), περάτῃ (data provider: perseus), περᾰ́τη (data provider: perseus), πέρατα (data provider: perseus), πέρατοσ (data provider: perseus)Dictionary Bonitz: Index Aristotelicus πέρασ πέρας καὶ τέκμαρ ταὐτόν ἐστι κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλῶτταν Ρα 2.1357 b9. πέρας, ἄπειρον MA8. 990 a8, cf Πυθαγόρειοι . --πέρας ποσαχῶς λέγεται Μδ 17 Bz, τοσαυταχῶς, ὁσαχῶς ἡἀρχή, καὶ ἔτι πλεοναχῶς Μδ 17. 1022 a12. opp ἀρχή : οὐσυνάπτει τῇ ἀρχῇ τὸ πέρας Φθ 8. 264 b27. coni τέλοσ : τὰἀνομοιομερῇ (dist τὰ στοιχεῖα, τὰ ὁμοιομερῆ ) ἤδη τὸ τέλοσἔχει καὶ τὸ πέρας, ἐπὶ τοῦ τρίτου λαβόντα τὴν σύστασιν ἀριθμοῦΖμβ 1. 646 b8. cf Ζγγ 10. 760 a34. τελειῶσαι καὶ ἐπιθεῖναιτῇ γενέσει πέρας Ζγδ 7. 776 a4. τούτων (τῆς γενέσεως καὶτῆς φθορᾶσ ) ἔχουσι τὸ πέρας τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς τελευτῆς αἱτούτων κινήσεις τῶν ἄστρων Ζγδ 10. 777 b29. πέρας ἐν με-γέθει καὶ πλήθει ἐγγίνεται ξ 4. 978 a18. τὰ τοῦ σώματοσ περατοῦν πέρατα, πέρατα ἢ διαιρέσεισ (i e ἐπιφάνειαι, γραμμαί,στιγμαί ) Μβ 5. 1002 b10. ζ 2. 1028 b16. κ 2. 1060 b16.ν 3. 1090 b5. Φδ 1. 209 a9. ἡ χροιὰ ἐν τῷ τοῦ σώματοσπέρατι, ἀλλ̓ οὐ τὸ τοῦ σώματος πέρας αι 3. 439 a32. σύ-στασις νεφῶν γενομένη πρὸς τὸ ἔσχατον πέρας μβ 9. 369a17. ἄπειρον τῆς θαλάττης βάθος, οὐδεὶς καθιεὶς πέρας ἐδυ-νήθη εὑρεῖν μα 13. 351 a13. ἐν τῷ σταδίῳ ἀπὸ τῶν ἀθλο-θετῶν ἑπὶ τὸ πέρας Ηα 2. 1095 b1. προορῶντες τὸ πέρας οὐκάμνουσι πρότερον Ργ 9. 1409 a33. φοβερώτατον ὁ θάνατος·πέρας γάρ Ηγ 9. 1115 a26. χοόνος οὐκ ἔστιν ἐπ̓ οὐδέτεροντὸ πέρας Οα 12. 282 b18. αἱ βλεφαρίδες ἐπὶ πέρατι φλε-βίων· ᾗ τὰ φλέβια πέρας ἔχει τοῦ μήκους Ζμβ 15. 658 b21,22. αἱ ὑστέραι πέρατα φλεβίων πολλῶν εἰσίν Ζγβ 7. 745b29. τὸ πέρας τοῦ αἰδοίου, τῆς ὑστέρας Ζγδ 4. 773 a21. α 8.718 b26. τὸ πέρας ἀδιαίρετον, οὐ τὸ πεπερασμένον Φα 2.185 b18. ζ 5. 236 a13. οὐδενὸς διαιρετοῦ ἓν πέρας Φδ 10.218 a23. τὸ πέρας περιέχον, ὁρίζον, τιμιώτερον τῶν μεταξύΟβ 1. 284 a6. 13. 293 b13, 14, a32. -- τῆς γνώσεως τὸ τίἦν εἶναι πέρας Μδ 17. 1022 a10. cf Αγ 24. 85 b30. πέρασκαὶ λόγος μεγέθους καὶ αὐξήσεως τῶν φύσει συνισταμένωνψβ 4. 416 a17. τὸ νόμισμα στοιχεῖον καὶ πέρας τῆς ἀλλαγῆσἐστίν Πα 9. 1257 b23. -- τῶν πρακτικῶν νοήσεων ἔστι πέ-ρατα ψα 3. 407 a24. cf Μα 2. 994 b16, 14. Πα 9. 1257 b28.τὸ ἔργον αὐτῶν ἔχει πέρας, ὁ δὲ χρόνος οὐκ ἔχει μα 14.353 a18. -- τὴν προτροπὴν πέρατι ὅρισαι ρ 33. 1439 a38.Liddell-Scott-Jones: A Greek-English lexicon πέρασ πέρᾰσ , Ep. πεῖραρ (q.v.), ᾰτοσ , τό , end, limit, boundary ,
I. in local sense, ἐκ περάτων γᾶσ Alc. 33.1 , cf. Th. 1.69; π... αὔλειος θύρα ἐλευθέρα γυναικὶ νενόμιστ' οἰκίασ Men. 546 ; τὸ π . tip , τοῦ αἰδοίου Arist. GA 773a21 ; [τῆς ῥινόσ ] Gal. 18(2).28; τισὶ τὰ π. ἀλγέει the extremities , Aret. SD 1.7.
II. generally, limit , either opp. ἀρχή , Arist. Ph. 264b27, or including it, τελευτή γε καὶ ἀρχὴ π. ἑκάστου Pl. Prm. 137d , cf. Arist. GA 777b29, Metaph. 1022a4; οὐκ ἔχων π. κακῶν E. Andr. 1216 , cf.Or. 511, A. Pers. 632, Lys. 12.88, etc.; π. ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῦ βίου θάνατοσ D. 18.97 , cf. Arist. EN 1115a26; εἰ π. μηδὲν ἔσται σφίσι τοῦ ἀπαλλαγῆναι τοῦ κινδύνου Th. 7.42 ; π. ἔχειν, = περαίνεσθαι , come to an end , Isoc. 4.5, Lycurg. 60, etc.; π. λαμβάνειν Plb. 5.31.2 ; ἐπιθεῖναι τῇ γενέσει π . Arist. GA 776a4; ἐν π. εἶναι Thphr. CP 5.18.2 .
2. perfection of a thing, τὸ π. τῆς μαγειρικῆς ..εὑρηκέναι Hegesipp.Com. 1.4 , cf. 10, Posidipp. 26.17.
b. Philos., τὸ τῶν ἀγαθῶν π., τὰ π. τῆς ἡδονῆσ , Epicur. Ep. 3p.65U., Sent. 20; ἐν τῷ κατὰ φύσιν π. κατακέκλειται τἀγαθόν Metrod. Herc. 831.8 .
3. end, object , εὐχῆς, ἐλπίδοσ , Luc. Harm. 2 sq.
4. Philos., that which limits or has limits , opp. τὸ ἄπειρον , Pythag. ap. Arist. Metaph. 986a23, Pl. Phlb. 30a, etc.; τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμιγῆ π. [τῆς ἀτόμου] Epicur. Ep. 1p.17U. : Com., of a person, τὸν καλούμενον Π . Philosteph.Com. 1.3.
III. final decision , [οἱ] τὸ π. ἔχοντες τῶν ἐν τῇ πόλει ἁπάντων δικαίων the supreme court, from which there is no appeal, Din. 3.16.
IV. πέρασ as Adv. , at length, at last , Aeschin. 1.61, Plb. 2.55.6, etc.; πέρας δ' οὖν D. 56.10 ; τὸ π . Lys. 9.17, Alex. 261.13; but also, τὸ π . 'to cut a long story short', Men. Epit. 70,316,470. [In Aeol. the first syll. is short in Alc. 33, long in 84.]William J. Slater: Lexicon to Pindar
[* external links may not function]
Elapsed time: 19 ms, see the service description of this page, if you find a bug let us know