[This is a MPIWG MPDL language technology service ]
WordInfo
Morphology Lemmata μηρόσ (external link: μηρόσ )Forms: μηροὶ (data provider: donatus-sup), μηροί (data provider: perseus), μηροὺσ (data provider: donatus-sup), μηρούσ (data provider: perseus), μηροῖν (data provider: perseus), μηροῖσ (data provider: perseus), μηροῖσι (data provider: perseus), μηροῖσιν (data provider: perseus), μηροῦ (data provider: perseus), μηρὸν (data provider: donatus-sup), μηρὸσ (data provider: donatus-sup), μηρόν (data provider: perseus), μηρόσ (data provider: perseus), μηρὼ (data provider: donatus-sup), μηρώ (data provider: perseus), μηρῶν (data provider: perseus), μηρῷ (data provider: perseus)Dictionary Autenrieth: A Homeric lexicon Bonitz: Index Aristotelicus μηρόσ μηρός. μόριον μὴ ὀργανικόν, περιφερές πισ 9. 915 a27. σκέλουσμέρη· μηρός, κνήμη, πούς Ζια 15. 494 b4, a4. γ 7. 516 a36.Ζμδ 10. 689 b7. Ζπ 12. 711 b2. 13. 712 a17, 20. κοινὸν μέ-ρος μηροῦ καὶ ἤτρου βουβών, μηροῦ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντὸς περίνεος,μηροῦ καὶ γλουτοῦ τὸ ἔξω ὑπογλουτίς, ἐγγυτέρω τῆς ἀρχῆς ὁμηρός Ζια 14. 493 b9. πε 26. 883 b23. μηρὸς μακρός, μέγι-στος, βραχύς πε 20. 882 b38. Ζιβ 12. 504 a3. 8. 502 b12.α 15. 493 b24, διαιρούμενος Ζιβ 12. 504 a1, ὀστώδης, νευρώ-δης, περίπλεος φ 6. 810 a35, σαρκώδης Ζιβ 1. 499 b4. Ζμδ 10.689 b7, 14. femoris τὸ ἔσχατον, τὸ μέσον Ζπ 12. 711 b2.πε 20. 882 a37, b2. φλέβες διὰ παντὸς τοῦ μηροῦ τείνουσιν, ἡμεγίστη αὐτῶν ὄπισθεν τείνει τοῦ μηροῦ, ἑτέρα δὲ εἴσω τοῦ μηροῦΖιγ 2. 512 a13. 4. 515 a11. -- femur animalium. τὸ θῆλυ τὰ μήτηρ ἰσχία καὶ τοὺς μηροὺς περισαρκότερα ἔχει τῶν ἀρρένων φ 5. 809b7. -- hominis. ὁ ἄνθρωπος σαρκώδη ἔχει σχεδὸν μάλιστατοῦ σώματος τὰ ἰσχία καὶ τοὺς μηροὺς καὶ τὰς κνήμας Ζιβ 1.499 b4. cf Ζμδ 10. 689 b7, 14. ἐν τῇ συγκάμψει τοῦ σκέ-λους ἀναγκαῖον τοῦ μηροῦ τὸ ἔσχατον εἰς τοὔπισθεν προάγειν,ἐπὶ τῶν σκελῶν ὁ μηρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὰς κάμψεις ἐπὶτὸ κοῖλον Ζπ 12. 711 b2. 13. 712 a17, 20. ἔστι τὸ κατὰφύσιν τοῖς μηροῖς ἡ εἰς τοὔπισθεν κλάσις πε 19. 882 b33.οἷς βραχεῖς οἱ ἀγκῶνες καὶ οἱ μηροὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ Ζια 15.493 b24. οἱ τοὺς μηροὺς οστώδεις καὶ νευρώδεις ἔχοντες εὔ-ρωστοι· οἱ τοὺς μηροὺς ὀστώδεις καὶ περιπλέους ἔχοντες μαλα-κοί φ 6. 810 a35. ὅταν ὠδίνωσιν αἱ γυναῖκες εἰς ὁπότεροντῶν μηρῶν ἀποστηρίζονται οἱ πόνοι ταῖς πλείσταις Ζιη 9.586 b31. διὰ τί οἱ ἀνιστάμενοι πρὸς ὀξεῖαν γωνίαν τῷ μηρῷποιήσαντες τὴν κνήμην ἀνίστανται, καὶ τῷ θώρακι πρὸς τὸνμηρόν μχ 30. 857 b22, 33. τοῖς μηροῖς τὸ βάρος πᾶν ἐμ-πῖπτον κόπους εἴωθε παρέχειν· διὰ τί τοὺς μηροὺς μᾶλλον ἢτὰς κνήμας κοπιῶσιν πε 40. 885 a30. 26. 883 b14. διὰ τίκαταβαίνοντες τοὺς μηροὺς πονοῦμεν πε 19. 882 b26, 30, 35.24. 883 a29. 40. 885 a30. συσπῶσιν οἱ μηροὶ μᾶλλον καὶπλεῖον ἢ καὶ κνῆμαι, ὁ μηρὸς δέχεταί τε καὶ σαλεύεται διὰτὸ μῆκός τε ἔχειν καὶ στρέφεσθαι ἄνωθεν, διὰ τί ἐν ταῖσὁδοῖς τῶν μηρῶν τὸ μέσον μάλιστα πονοῦμεν πε 26. 883 b17.24. 883 a40. 20. 882 b37, 2. -- simiae. πίθηκος ἔχει τὸνἀγκῶνα καὶ τὸν μηρὸν βραχεῖς Ζιβ 8. 502 b12. -- leonis. ζῷονἀσαρκότερον τὰ ἰσχία καὶ τοὺς μηρούς, μυελὸν ἔχει ἐν τοῖσμηροῖς καὶ βραχίοσιν φ 5. 809 b29. Ζιγ 7. 516 b9. -- avium.ἰσχίον ἔχουσιν ᾗ οὐκ ἂν δόξαιεν ἔχειν ἀλλὰ δύο μηροὺς διὰτὸ τοῦ ἰσχίου μῆκος Ζμδ 12. 695 a1. cf Ζπ 11. 710 b22-27.15. 712 b32. Ζιβ 12. 504 a1 Aub. μεγίστους τοὺς μηροὺς ἔχειτὰ γαμψώνυχα Ζιβ 12. 504 a3. -- reptilium Ζπ 15. 713a22. -- μαστοὶ πρὸς, ἐν τοῖς μηροῖς Ζια 1. 487 a1. β 1.500 a24, 26. Ζμδ 10. 688 a33, b7, 8, 22. ὁ θῆλυς ἐλέφασἔχει τὰ αἰδοῖα ὑπὸ τοῖς μηροῖς καθάπερ καὶ τἆλλα Ζιβ 1.500 b19. -- μηρόσ i q τὸ ἐν τῷ μηρῷ ὀστοῦν , os femorisΖιγ 7. 516 a36. σκέλους μέρος τὸ ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ ἐνᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών Ζια 15. 494 a4. 13. 493a24. κατάγνυται μάλιστα ἐντεῦθεν (ἐν τῷ μηρῷ ), μακρὸσκαὶ εἷς ὤν πε 20. 883 a1, 882 b38. λέων μυελὸν ἔχει ἐν τοῖσμῃροῖς καὶ βραχίοσιν Ζιγ 7. 516 b9. ἰσχίον ἔχουσιν οἱ ὄρνιθεσᾗ οὐκ ἂν δόξαιεν ἔχειν, ἀλλὰ δύο μηροὺς διὰ τὸ τοῦ ἰσχίουμῆκος· ὥστε δοκεῖν διαιρούμενον μηρὸν εἶναι Ζμδ 12. 695 a1.Ζπ 11. 710 b22-27. 15. 712 b32. Ζιβ 12. 504 a1 Aub cf SII 304. μεγίστους τοὺς μηροὺς ἔχει τὰ γαμψώνυχα τῶν ὀρ-νίθων Ζιβ 12. 504 a3.Liddell-Scott-Jones: A Greek-English lexicon μηρόσ μηρόσ , ὁ , thigh , φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ drawing his sword from his thigh , where it hung, Il. 1.190, cf. Od. 11.231, al.; μηρὼ πληξάμενοσ , in sign of vehement agitation, Il. 16.125; ἐπαίσατο τὸν μηρόν X. Cyr. 7.3.6 ; τύπτειν Plb. 15.27.11 ; τὸν μ. ἀλοῆσαι Plu. TG 2 ; ἐπὶ μηρόν τινοσ beside it, LXX 4 Ki. 16.14: in pl., Alc. Supp. 11.6, A. Fr. 135, 136.
2. thigh-bone , κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il. 5.305 , cf. Hp. Art. 57, Gal. 18(2).472; esp. of thigh-bones with flesh offered in sacrifice, μηροὺς ἐξέταμον Il. 1.460 , al. (cf. μηρία ); καταρρυεῖς μ. καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆσ S. Ant. 1011 ; θεοῖσι μηρὸν θύετε Eub. 130 ; τίθεσο τὼ μηρὼ λαβών Ar. Pax 1039 .
3. generally, leg-bones , κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt. 3.103 . (Cf. OIr. mīr 'piece', Lat. membrum , from mēmsro -, Skt. māmsám 'meat'.)William J. Slater: Lexicon to Pindar
[* external links may not function]
Elapsed time: 18 ms, see the service description of this page, if you find a bug let us know